ωκυαλος

ωκυαλος
    ὠκύαλος
    ὠκύ-ᾰλος
    2
    [ἅλλομαι] быстроходный, стремительный
    

(ναῦς Hom., Soph., Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωκυαλος" в других словарях:

  • Ὠκύαλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύαλος — sea swift masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύαλος — ο / ὠκύαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων αρχ. 1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.) 2. ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. αλος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὠκύαλον — ὠκύαλος sea swift masc/fem acc sg ὠκύαλος sea swift neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυάλοιο — Ὠκύαλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυάλοιο — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυάλοις — Ὠκύαλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυάλοις — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυάλου — Ὠκύαλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυάλου — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυάλων — Ὠκύαλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»